- προσωδιακός
- -ή, -ό / προσωδιακός, -ή, -όν, ΝΑ [προσῳδία]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσωδία2. φρ. «προσωδιακά μέτρα» — τα μέτρα που βασίζονται στην ποσότητα τών συλλαβών, σε αντιδιαστολή προς τα τονικά που βασίζονται στον τόνο τών συλλαβώναρχ.εσφ. γρφ. αντί προσοδιακός.επίρρ...προσωδιακώς και προσωδιακά ΝΑμε βάση την προσωδία, με προσωδία.
Dictionary of Greek. 2013.